Tuesday, 2 January 2018

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ήταν νύχτα βαθιά. 
 Ξαφνικά ακούστηκαν ποδοβολητά. Δύο χέρια με έπιασαν και μια φωνή μου είπε. Έλα σήκω πάνω. Θέλω να με βοηθήσεις. Στο φως του φεγγαριού αναγνώρισα τον Άγιο Βασίλη. Ο Άγιος Βασίλης!!!!!! Με πήρε στην άμαξα του, δίπλα του. Μπροστά ήταν έξη όμορφα ελάφια που τραβούσαν την ωραία άμαξα. Πίσω στο άδειο μέρος ήταν πάρα πολλά δώρα, τυλιγμένα με έντονα πολύχρωμα κουτιά. Έπρεπε να τα μοιράσει ο Άγιος Βασίλης, και ο χρόνος περνούσε γρήγορα. 
 Από την Καισαρεία για να έρθει στην Ελλάδα έπρεπε να περάσει θάλασσα. Αλλά τα ελαφάκια μόνο στη στεριά τρέχουν.Έπρεπε λοιπόν να πηγαίνει όλο στεριά και να δίνει στις πολιτείες και στα χωριά που συναντούσε στον δρόμο του δώρα σε όλα τα παιδιά.
  Είχα αγωνία. Άραγε θα έφταναν τα δώρα για όλα τα παιδιά; Αυτά που ήταν στην άμαξα, ήταν λίγα για όλα τα παιδιά που περίμεναν στα χωριά και στις πόλεις. Φτάσαμε στο πρώτο χωριό, που ήταν σε ένα κάμπο με πολλά δέντρα. Εγώ έβγαζα τα δώρα από την άμαξα, και ο Άγιος Βασίλης τα πήγαινε στο κάθε σπίτι. Είχα την απορία πως ανοίγει κάθε φορά την κάθε πόρτα για να βάλει τα δώρα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε η άμαξα μπροστά ακριβώς  στη πόρτα ενός σπιτιού. Ένας άγγελος κρατώντας ένα κλειδί, άνοιξε την πόρτα. Ο Άγιος  Βασίλης  μπήκε άφησε τα δώρα και όταν βγήκε ο άγγελος χάθηκε. Συναντήσαμε αρκετά χωριά. Άλλα στα βουνά άλλα στους κάμπους άλλα στις βουνοπλαγιές και άλλα στα παραθαλάσσια. 
  Νόμιζα ότι τα δώρα είχαν τελειώσει, και είχα την αγωνία τι δώρα θα δίναμε στα άλλα παιδιά. Αλά όταν μπήκα στην άμαξα η άμαξα ήταν πάλι γεμάτη. Ω τι χαρά, τι ευτυχία. Ο Παντοδύναμος γέμιζε συνέχεια με δώρα την άμαξα. Ένας στεναγμός ανακούφισης έφυγε από την ψυχή μου.
  Τα ευκίνητα ελαφάκια τρέχανε πολύ γρήγορα. τα αστέρια είχαν κατέβει ποιο χαμηλά  και τρέχανε να φτάνουν τα ελαφάκια για να φωτίζουν τον δρόμο. Και το φεγγάρι βλέποντας όλα αυτά τα σκηνικά χαμογελούσε, και οι ακτίνες από το χαμόγελό του άπλωναν περισσότερο φως . ήταν τόση μεγάλη η μαγεία που νόμιζα ότι δεν πατάμε στη γη παρά ότι πετάμε. Σε λίγο άρχισαν να φαίνονται τα φώτα μιας πολιτείας. Όταν φτάσαμε κοντά, κάποιες φιγούρες χόρευαν κρατών τας  τα χέρια σε κύκλο. Στη μέση του κύκλου είχαν φωτιά μεγάλη. Ήταν άσχημοι. Είχαν ουρές ήταν μαύροι. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα, και μια οσμή δυσάρεστη σου ανακάτευε το στομάχι. Σκέφτηκα ότι θα είναι καλικάντσαροι. Σαν βἀτραχοι  έλεγαν. τον Βασίλη στη φωτιά όχι δώρα στα παιδιά. Είχαν κλείσει τον δρόμο και δεν μπορούσαμε να περάσουμε.Τα ελαφάκια τρομαγμένα έκαναν κύκλους γύρω γύρω  χωρίς να προχωρούν. Εγώ με δάκρυα έλεγα. Αχ Θεέ μου πως θα μπούμε στη πόλη να μοιράσουμε τα δώρα στα παιδιά; Τότε ένα σύννεφο φωτεινό ήρθε. Βγήκε από μέσα ένας άγγελος  που έλαμπε σαν τον ήλιο με λευκά ρούχα ξανθά μαλλιά και μεγάλα φτερά. κρατούσε στο χέρι ένα μεγάλο σπαθί. Πήγε μπροστά στους καλικάντσαρους και κάνοντας το σημείο του σταυρού οι καλικάντσαροι σαν σύννεφο καπνού εξαφανίστηκαν.
  Αφού δώσαμε σε όλα τα παιδιά δώρα βγήκαμε από το ίδιο μέρος. στη φωτιά των καλικαντσάρων είχαν μαζευτεί  μερικά ζωάκια για να ζεσταθούν
  Όπως πάντα η άμαξα ήταν γεμάτη δώρα.
Συναντήσαμε μερικές πολιτείες. Μερικές παραθαλάσσιες και μερικές σε κάμπους. Αυτή τη φορά τουλάχιστον ο δρόμος ήταν  ποιο ομαλός για να μην πληγώνονται τα ελαφάκια στα βράχια.
  Όταν πλησιάζαμε  σε μια πολύ μεγάλη πολιτεία, είδαμε τσαντίρια τσιγγάνων σε μια κοιλάδα. Σταμάτησε τώρα η άμαξα. Έλεγα που θα βάλει τώρα τα δώρα ο Άγιος Βασίλης που δεν έχουν Χριστουγεννιάτικο δέντρο; Ο άγιος Βασίλης πίρε τα δώρα και τα έβαλε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο που ήταν ανάμεσα στα τσαντίρια.  Έβαλε ένα δώρο για το κάθε παιδί. Άραγε πως ήξερε πόσα παιδιά ήταν εκεί; Αλλά αφού είναι Άγιος όλα τα ξέρει. Ενώ αφήσαμε πίσω τους τσιγγάνους μια τεράστια πολιτεία απλωνόταν τώρα μπροστά μας, με έλατα φωτισμένα σκεπασμένα με χιόνια, συμπληρώνοντας το εορταστικό μεγαλείο. Τα σπίτια στολισμένα με Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Οι εκκλησίες έτοιμες για τη μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων. Και ενώ παντού ήταν ησυχία, και όλοι κοιμόντουσαν μοιράσαμε τα δώρα στα παιδιά και ξεκινήσαμε πάλι. Περίεργο. Δεν είχα κουραστεί καθόλου και πλημμύριζα από χαρά, όταν έβλεπα ότι η άμαξα ήταν πάντα γεμάτη δώρα. Και τα ελαφάκια σαν κουρδισμένα ελατήρια συνέχιζαν σαν να ήξεραν ότι ακόμα δεν είχαμε τελειώσει. Τώρα περνούσαμε περιοχές που χιόνιζε και το άσπρο χρώμα του χιονιού ήταν παντού. Τα σύννεφα λευκότατα και η γη λευκό σεντόνι ατελείωτο. Η νύχτα ήταν λευκή. Νύχτα απίθανη. Μα τι περίεργο. Μερικοί άνθρωποι κλαίνε γιατί δεν βλέπουν ποτέ άσπρη μέρα, και εγώ τώρα είχα μπροστά μου μια άσπρη νύχτα. Βουτηγμένη σε σκέψεις, δεν κατάλαβα ότι είχαμε μπει  σε μια πολιτεία φτιαγμένη διαφορετική από τις άλλες. Αντί για σπίτια είχε μόνο πύργους και ένα κάστρο στο ύψωμα έδινε αφάνταστη μεγαλοπρέπεια. Προσπεράσαμε την πολιτεία και φτάνοντας στην άκρη ήταν ένα κτίριο  με πολλά παράθυρα. Η κυρία είσοδος ήταν σιδερένια. Παρουσιάστηκε πάλι ο άγγελος άνοιξε την βαριά πόρτα και τότε είδα πολλές αίθουσες και σε κάθε αίθουσα πολλά κρεβατάκια, και σε κάθε κρεβατάκι ένα παιδάκι. Ωχ τα καημένα είναι ορφανά, για αυτό είναι εδώ στο ορφανοτροφείο. Σε μια στιγμή νόμισα ότι είναι αγγελάκια και κοιμόντουσαν κάτω από το Θεϊκό νανούρισμα. Ο Άγιος Βασίλης με τα πολλά βαμβάκια κάτω από τις μπότες του μοίρασε σαν αστραπή τα δώρα αφήνοντας τα στα μαξιλάρια τους και φύγαμε χωρίς να μας ακούσει κανείς. Ρώτησα τον Άγιο Βασίλη, γιατί δεν δώσαμε δώρα στους πύργους; και μου απάντησε. Εδώ στη γη αυτοί έχουν πολλά δώρα. 
  Τότε αρχίσαμε να τρέχουμε ποιο πολύ από πριν. Κατάλαβα ότι ο Άγιος Βασίλης αγωνιούσε να προλάβει ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα, και ενώ τρέχαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μπροστά μας άρχιζα να βλέπω θάλασσα. Τότε πάλι κυριεύτηκα από φόβο ότι θα πνιγούμε λέγοντας Θεέ μου βοήθεια. Τότε μέχρι να ανοίξω και να κλείσω τα μάτια, μια γέφυρα κρεμασμένη από τον ουρανό φωτισμένη ατελείωτη μέσα για μέσα στη θάλασσα  ως την άλλη άκρη, απλώθηκε μπροστά μας. Εμένα πάγωνε και το αίμα μου. Τι θαυμαστά όλα όσα συμβαίνουν Χριστέ μου. Τα ελαφάκια ευτυχώς δεν φοβήθηκαν, και σε λίγο ξεπεράσαμε τη θάλασσα.
  Εκεί μας περίμενε πάλι δυσάρεστη έκπληξη. Είδα σπιτάκια μικρά χαμηλά φτιαγμένα από καλάμια. Μέσα, σε αχυρένια στρώματα κοιμόντουσαν τα παιδιά, γυμνά σκελετωμένα. Η κοιλιά τους ήταν φουσκωμένη σαν μπαλόνι. Γύρω γύρω αράχνες, ποντίκια, και νυχτερίδες. Δεν ήξερες τα παιδιά αν είναι ζωντανά η πεθαμένα. Τότε με πήραν πάλι τα κλάματα και έλεγα. Θεέ μου τι να τα κάνουν τα δώρα τυλιγμένα στα κουτιά τα παιδιά, αφού δεν έχουν γάλα και ψωμάκι; Τότε παρουσιάστηκαν χιλιάδες προβατάκια και χιλιάδες αγγελάκια. Το κάθε αγγελάκι κρατούσε ένα κανατάκι και ανάρμεγε το προβατάκι και αφού το γέμιζε το έφερνε στο παιδάκι και του έφερνε και ένα ουράνιο άρτο που είχε στο σακούλι του. Όλα τα αγγελάκια έκαναν το ίδιο. Τόσο πολύ με έκαψε ο πόνος αυτών των παιδιών, που είπα στον Άγιο Βασίλη. Άγιε Βασίλη μη μου δώσεις εμένα ποτέ δώρο. Θέλω μόνο να έχουν αυτά τα παιδιά όλα εκείνα που τους χρειάζονται. Έκλεισα τα μάτια για να μην βλέπω άλλο αυτή την αθλιότητα. Είχα μείνει εκεί σαν απολίθωμα ώσπου ξαφνικά γέλια, ξεφωνητά, τραγούδι, όργανα, χορός. Άνοιξα τα μάτια μου και τι να δω; Εκεί που ήταν τα καλαμένια σπιτάκια, τώρα έβλεπα αρχοντόσπιτα με όλα τα καλά. Τραπέζια στρωμένα με όλα τα αγαθά. Τα παιδιά ήταν ντυμένα αρχοντόπουλα κρατώντας στα χέρια τους σάλπιγγες, και τραγουδούσαν και χόρευαν. Άρχισαν να χτυπούν καμπάνες πολύ δυνατά χαρμόσυνα. Θα αντηχούσαν φαίνεται για το μεγάλο θαύμα που έγινε για τα παιδιά που έγιναν αρχοντόπουλα.Τότε φωνές δυνατές ακούγονταν. Είναι Χριστούγεννα. Ελάτε πάμε στην εκκλησιά. Μια φωνή ποιο δυνατή μου φώναξε. Σήκω γρήγορα πάμε στην εκκλησιά. Ξύπνησα, η μητέρα μου μπροστά μου μου φώναζε. Ετοιμάσου γρήγορα. Είναι Χριστούγεννα να πάμε στην εκκλησία. 
  Εγώ είχα σαστίσει. Μα που είναι ο Άγιος Βασίλης; Που είναι η άμαξα; Που είναι τα ελαφάκια; Ο άγγελος; Τα παιδιά που έγιναν αρχοντόπουλα; Τα δώρα άραγε τα μοιράσαμε όλα; προλάβαμε; Μήπως κάποιο παιδάκι έμεινε χωρίς δώρο; Τι θεία εμπειρία ήταν αυτή θεέ μου.
  Ακούστηκε πάλι η φωνή της μητέρας μου. Έλα γρήγορα σε λίγο φεύγουμε για την εκκλησία. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου και φόρεσα τα γιορτινά μου ρούχα, και σε λίγο φτάσαμε  όλοι στην εκκλησία. Αλλά εγώ ακόμα ήμουν σαστισμένη. Οι γλυκές ψαλμωδίες λίγο με συν έφεραν. Αφού τελείωσε η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία, στο τέλος χαιρετηθήκαμε με θερμές ευχές συγγενείς και φίλοι, και γυρίσαμε στα σπίτια μας με αγαλλίαση. Τότε πάλι φώναξε η μητέρα μου. Ελάτε να πάρετε τα δώρα που έφερε ο Άγιος Βασίλης. Και τότε πάλι άρχισα να τρέμω και είπα. Άγιε Βασίλη εγώ σου είπα δεν θέλω δώρο, και έμεινα στο δωμάτιο καθισμένη στο κρεβάτι μου πλημμυρισμένη από ευτυχία που τα πεινασμένα παιδιά είχαν γίνει αρχοντόπουλα.

Από την συλλογή μου Χριστουγεννιάτικες ιστορίες 
ΜΑΡΙΝΑ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ

























































































































































































                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     










































































No comments:

Post a Comment