Monday 11 March 2013

ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΘΕΟΣ ΝΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΩ, ΜΟΝΟ ΘΡΗΝΩ ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΑΣ

Με πήρε ένας ανεμοστρόβιλος και με πέταξε στο μέρος εκείνο που λέγετε περιθώριο της ζωής. Στα μέρη εκείνα που η αθλιότητα, η πείνα, ο πόνος, και ο θάνατος σκορπίζουν την φρίκη και τον σπαραγμό.
Και τι να δω; Χιλιάδες μιλιούνια αγγελούδια γυμνά εξαθλιωμένα που δεν ήξερες αν είναι ζωντανά η πεθαμένα, και κάτι ανθρωπόμορφες φιγούρες, και τι δεν έκαναν σε κείνα τ'αγγελούδια. Αχ τι να πω. Κακουργήματα ακατονόμαστα, που δεν λέγονται. Μάλον θα ήταν οι δαίμονες και φορούσαν ανθρώπινες μάσκες. Εκλεισα τα μάτια και είπα θα ήταν ένα κακό όνειρο. Και όταν ξανακοίταξα έβλεπα να τα βιάζουν, και να τα κακοποιούν με κάθε τρόπο. Και πάλι ξανάκλεισα τα μάτια μήπως και συνέλθω

από τον εφιάλτη. Και πάλι  είδα που τους περνούσαν φαρμάκια με τις βελόνες και πάλι γύρισα αλού το προσωπο μου και παρακαλούσα να με πάρει ένα σύννεφο να γλυτώσω από την θέα αυτής της φρίκης. Όταν  ξανακοίταξα τα είχαν γυμνά να χορεύουν σε ένα κολασμένο χορό. Και δεν άντεξα να  βλέπω αυτή την κατάσταση και έπεσα κάτω να κρύψω το  πρόσωπο μου στο χώμα να μην βλέπω άλλο, να μην δω περισότερα. Και τότε ακούω να τα απειλούν με θάνατο εάν δεν κάνουν αυτά που τους διατάζουν. Και τότε με το πρόσωπο μέσα στο χώμα, κλείνω τα αυτιά με τα χέρια να μην ακούω όλα αυτά τα τερατώδει. Αλλά τα παιδιά από το
 φόβο τους έκλεγαν φωνάζοντας και μου κάψανε και την καρδιά, μου σάλεψαν και τα λογικά. Τότε έχασα τις αισθήσεις μου.
Μέσα στη λιποθυμιά μου, φάνηκαν όλα μπροστά μου, και μου άπλωναν το χέρι, και μου ζητούσαν έλεος υπόσταση. Και γω δεν ήξερα τι να κάνω. Να φωνάξω δυνατά, να τρέξω στα βουνά, να πνιγώ στην θάλασσα, να πέσω στον γκρεμό;
Αχ και δεν ήμουν Θεός να κάνω θαύματα.
Όταν με άγγισαν με τα χεράκια τους, συνήλθα και είδα ότι όλα αυτά ήταν μια αληθινή σκληρή πραγματικότητα..
Και αφού δεν ήμουν Θεός να κάνω θαύματα, άρχισα να τους λέω θρήνους, απλώνοντας την αγκαλιά μου προς εκείνα.
Γλυκά μου αγγελούδια την ύπαρξή σας την καταδίκασαν αυτοί που νόμισαν πως μπορούν να έχουν εξουσία στη ζωή και στο  θάνατο. Και είσασταν για αυτούς φτερά στον άνεμο, πέτρες στον κατήφορο, ξερά κλαδιά στην πυρκαγιά. σύννεφα στον ανεμοστρόβιλο, πουλιά στην καταιγίδα, αρνάκια στους λύκους, φύλα ξερά στις θύελλες.
Τώρα καταλαβαίνω γιατί την νύχτα τα πουλιά ακούγωνται σπαραχτικά και γιατί οι θάλασσες αγριεύουν και θέλουν να καταπιούν τους τύρανους σας. Γιατί οι θύελλες θέλουν όλα να τα αφανίσουν. Γιατί η γη ξερνάει λάβα από την οργή της. Και ο ήλιος δεν αντέχει να σας βλέπει να κλαίτε και κρίβετε για μέρες. Και όταν ξαναφαίνεται γίνεται φωτιά για να κάψει όσους σας βασάνισαν. Και το φεγγάρι δεν αντέχει να βλέπει τις αγωνίες σας, τους πόνους σας, την πείνα σας, τις πληγές σας και εξαφανίζεται και αυτό. Και όταν πάλι εμφανίζεται, σαν δρεπάνι θέλει να τους κόψει τα κεφάλια, και έπειτα μεγαλώνει απειλητικά μεγαλώνει, και με τον φόβο τους τρελαίνει. Και τα σύννεφα μαυρίζουν από τον θυμό τους και φοβερίζουν με βροντές και ρίχνουν φωτιές,για να τους εξοντώσουν.  Και τα ποτάμια ξεχειλίζουν για να πνίξουν αυτούς που σας καταδίκασαν σε θάνατο. Και η γη κουνιέται, για να γκρεμίσει τους πύργους που έφιαξαν πατώντας πάνω στα κορμάκια σας. Και η   αυγή φοβάτε να ξεπροβάλει και κάθε φορά το σκέφτεται πως να αντικρίσει τις αισχίνες τις αποτρόπαιες κακουργίες που σας κάνουν και αμέσως ρίχνει το γκρίζο της πέπλο. Και η μέρα χλωμιάζει χάνει το χρώμα της και δίνει γρήγορα την θέση της στην νύχτα, για να σκεπάσει τις αθλιότητες, με το μαύρο της ρούχο. Και οι νυχτερίδες με θυμό και αγριάδα επιτίθονται στους  κακούργους, για να πάρουν το αίμα σας πίσω.
Ήθελα να είχα χίλια χέρια να χαϊδέψω τα κεφαλάκια σας που τα περονιάζουν οι σειρήνες του πυρετού και του πόνου. Να είχα χιλιάδες μελόπιτες να σας γλυκάνω την ψυχή. Χιλιάδες ήλιους να σας στολίσω τα μαλιά, Αγιο μύρο να πλύνω τα κορμάκια σας να φύγει η λέλεπα που άφισαν τα βέβιλα χέρια των κακούργων. Και από βαμβακένια σύννεφα να σας φιάξω λαμπρές φορεσιές και να σας βάλω πάνω σε θρόνους να γίνετε δικαστές, για να δικάσετε όλους τους αδίκους και καταστροφείς σας.
Μετά να φορέσω της αγάπης τα φτερά, και της αστραπής την γρηγοράδα, να πετάξω σε άλους κόσμους χαρωπούς, παραδεισένιο κόσμο  να διαλέξω για να έχετε όλη την ευτυχία, όλες τις χαρές. Τα αηδόνια να κελαηδούνε σαν βιολιά και οι καρδερίνες σαν  λύρες. Τα δέντρα να λικνίζοντε σε όλες τις μελωδίες.Τα λούλουδα να στρώνουνε βασιλικά στρωσίδια.Τα λαγουδάκια να σας κάνουν χίλια αστεία.Τα αρνάκια να ζητιανεύουν τα χάδια σας.Τα τζιτζίκια να σας νανουρίζουν.Οι πεταλούδες να στολίζουν τις φορεσιές σας. Ο ήλιος να ζεσταίνει τις καρδιές σας. Το φεγγάρι να σας παίζει το κρυφτό και η μέρα να έχει το χαμόγελο του Θεού.
Τα ουράνια αγγελάκια υποκλίσεις να σας κάνουν. Ότι θέλει η ψυχή σας μπροτά σας να το φέρνουν και στην αιωνιότητα στεφάνια να σας βάζουν.

Από την συλλογή μου: ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΠΟΥ ΠΟΝΟΥΝ ΚΑΙ ΚΛΕΝΕ ΣΤΗ ΓΗ  
ΜΑΡΙΝΑ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ